"Κύριε, μια φορά, στη Βία ντελα Σκρόφα, μιλούσα με φίλους και τους είπα ότι τα αμελέτητα [σημ. «coglione» στο πρωτότυπο] κόστιζαν μια δεκάρα. Κάποιος έτυχε να περνάει, συνοδευόμενος από έναν συγκεκριμένο ζωγράφο τον οποίο δεν γνώριζα καθόλου. Θεώρησε ότι αυτό που είπα αναφερόταν σε αυτόν και μου είπε να μην του μιλάω μ’ αυτό τον τρόπο, λέγοντας ότι έτρωγε αρχίδια [σημ. επίσης «coglione» στο πρωτότυπο!] σαν κι εμένα τηγανητά. Ανταλλάξαμε γροθιές, αλλά μας χώρισαν. Και τότε συνέχισα το δρόμο μου, γιατί μετά από το γρονθοκόπημα εκείνοι οι δύο έπιασαν πέτρες για να μας τις ρίξουν, αλλά εγώ δεν τους έριξα πίσω, γιατί μας είχαν χωρίσει. Μαζί με εκείνον, δηλαδή εκείνον με τον οποίο χτυπήθηκα, ήταν ένας Μάρκο Τούλιο, ένας ζωγράφος, και με εμένα ήταν ο Μικελάντζελο Μερίζι, ο ζωγράφος, που μας χώρισε. Ο Μικελάντζελο τότε ανάρρωνε και είχε ένα αγόρι για να του κουβαλάει το ξίφος, αλλά δεν το τράβηξε. Όταν ο κύριος Μικελάντζελο μας χώριζε, ο αντίπαλός μου τράβηξε το θηκάρι προς το μέρος του. Δεν ξέρω τι έκανε με αυτό και αν μου το πέταξε ή όχι. Ο Μικελάντζελο ίσα που κατάφερνε να σταθεί στα πόδια του και όταν είδε το ξίφος γυμνό συνέχισε κι αυτός στο δρόμο του. …" (Κατάθεση του Ονόριο Λόνγκι, 27/10/1600)
@ Via della Scrofa, Ρώμη