"Βρισκόμουν χτες το βράδυ την ώρα του δείπνου για να φάω στην ταβέρνα του Μαυριτανού μαζί με κάποιους φίλους μου, σε ένα μεγάλο τραπέζι, όπου στην άλλη πλευρά της αίθουσας ήταν ο Μικελάντζιολο ντα Καραβάτζο, ζωγράφος που σκόπευε να παραγγείλει, με παρέα άλλων δύο ατόμων. Και όταν ο Πιέτρο, το γκαρσόνι της ταβέρνας του έφερε ένα πιάτο με μαγειρεμένες αγκινάρες, άκουσα τον προλεχθέντα Μικελάντζελο να ρωτάει αν οι αγκινάρες που του είχαν φέρει ήταν μαγειρεμένες σε λάδι ή σε βούτυρο, γιατί ήταν όλες στο ίδιο πιάτο. Ο προλεχθείς Πιέτρο είπε «δεν το γνωρίζω» και έπιασε μία και την έφερε στη μύτη του. Αυτήν την κίνηση ο Μικελάντζιολο την εξέλαβε ως προσβολή και σηκώθηκε όρθιος και εξοργισμένος του είπε, αν κατάλαβα καλά, «γαμημένε κερατά, νομίζεις πως σερβίρεις κάποιον άξεστο χωριάτη». Και έπιασε αυτό το πιάτο που είχε μέσα τις αγκινάρες, και το οποίο ήταν πήλινο, και το πέταξε στον προλεχθέντα Πιέτρο, προς το πρόσωπό του. Και τότε άκουσα να λένε πως κάποιος είχε χτυπήσει, αλλά εγώ δεν μπορούσα να το δω, γιατί μπροστά μου στέκονταν άλλοι και είχα το ποτήρι στο στόμα μου και έπινα. Στη συνέχεια ο προλεχθείς Πιέτρο έφυγε και ο προλεχθείς Μικελάντζελο πήρε το πανωφόρι και το ξίφος του και αφού κανόνισε τον λογαριασμό του με τον ταβερνιάρη και τον πλήρωσε, έφυγε στο καλό του Θεού. Δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου να φέρνει κανείς το χέρι του σε ξίφος. Δεν συνέβη τίποτα άλλο και αυτή είναι η αλήθεια." (Κατάθεση του Πιέτρο Αντόνιο ντε Μάντιι, 25/04/1604)
@ Via della Scrofa, Ρώμη